συνθετητής

συνθετητής
ο, Ν
μουσ. το συνθεσάιζερ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνθεσάιζερ — το, Ν μουσ. μηχάνημα για την ηλεκτρονική παραγωγή και τροποποίηση τού ήχου, συχνά με τη χρήση ψηφιακού υπολογιστή, το οποίο χρησιμοποιείται για τη σύνθεση ηλεκτρονικής μουσικής και σε ζωντανές εκτελέσεις, αλλ. συνθετητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”